-
1 περιορισμός
περιορ-ισμός, ὁ,A marking out by boundaries, D.H.8.75, Plu. Num.16 ; description of the boundaries of a property, OGI225.31 (Didyma, iii B. C.), SIG685.57 (Crete, ii B.C., pl.); π. τῆς οἰκουμένης description of.., Scymn.74.3 in Metric, division of a strophe, Poëm. 6.4 gloss on δρύφακτοι, EM228.33.II as Law-term, = Lat. deportatio, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιορισμός
См. также в других словарях:
περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές … Dictionary of Greek